προσλείπω
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6. 2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
French (Bailly abrégé)
manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.
Greek Monolingual
Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῡ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.
Greek Monotonic
προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
Middle Liddell
fut. ψω
to be lacking, Arist.