προσδιαβάλλω

From LSJ
Revision as of 12:24, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαβάλλω Medium diacritics: προσδιαβάλλω Low diacritics: προσδιαβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosdiabállō Transliteration B: prosdiaballō Transliteration C: prosdiavallo Beta Code: prosdiaba/llw

English (LSJ)

   A insinuate besides, τὰ ὀρθῶς εἰρημένα π. ἄδικα εἶναι Antipho 3.4.2.    2 bring into greater disfavour, τινα Plu.Alc.28, cf. Fab.7; τινί τινας increase the feeling of . . against, Id.Cor.27; προσδιαβληθῆναι εἴς τι Id.Per.29.

German (Pape)

[Seite 755] (s. βάλλω) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαβάλλω: διαβάλλω προσέτι, καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ προσέτι, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29.

French (Bailly abrégé)

calomnier ou décrier encore ou en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d’une autre ; τινα εἴς τι qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.
Étymologie: πρός, διαβάλλω.

Greek Monolingual

Α
1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.)
2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαβάλλω «συκοφαντώ»].

Greek Monotonic

προσδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
2. συκοφαντώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαβάλλω: сверх того (вместе с тем) клеветать, порочить: π. τινὰ τῷ δήμῳ Plut. оклеветать кого-л. в глазах народа; προσδιαβληθῆναι εἰς τὸν λακωνισμόν Plut. быть заподозренным в симпатиях к Спарте.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαβάλλω in een kwaad daglicht stellen:. τοὺς πατρικίους προσδιαβάλλειν τῷ δήμῳ de patriciërs nog meer bij het volk in een kwaad daglicht stellen Plut. Cor. 27.4; ὡς ἂν οὖν... προσδιαβληθείη μᾶλλον εἰς τὸν λακωνισμόν omdat hij nog nog eerder beticht zou worden van sympathie voor Sparta Plut. Per. 29.2.

Middle Liddell

fut. βᾰλῶ
1. to insinuate besides, Plut.
2. to slander besides, Plut.