Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγνωμονικός

From LSJ
Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωμονικός Medium diacritics: συγγνωμονικός Low diacritics: συγγνωμονικός Capitals: ΣΥΓΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: syngnōmonikós Transliteration B: syngnōmonikos Transliteration C: syggnomonikos Beta Code: suggnwmoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv. -κῶς Hierocl. in CA12p.447M.    II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8.    2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. -κῶς ib.3.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.

Greek Monotonic

συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συγγνωμονικός: 1) склонный прощать, снисходительный Arst.;
2) извинительный, простительный Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk