συμπορεύομαι

Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

   A come, go, or proceed together, Th.8.87, E.IT1488, X.An.1.3.5, etc.; συμπεπορευμένοι τῇ βασιλίσσῃ ἕως τῶν ὁρίων PCair.Zen.251.2 (iii B.C.); ἡ ψυχὴ -ευθεῖσα θεῷ Pl.Phdr.249c; σ. ταῖς ἑταιρίαις Abh.Berl.Akad.1925(5).7 (Cyrene, iii B.C.); τῷ Χρόνῳ Procl.Inst. 50; ἐπί τινι συμφέροντι for some advantage, Arist.EN1160a9.    II assemble, of the Senate, Plb.6.16.4; of a workers' guild, SIG460.3 (Delph., iii B.C.): metaph., consort together, hold intercourse, ἀλλήλοις Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 989] dep. pass., mit-, zugleich, zusammengehen; συμπορεύσομαι ἐγώ, Eur. I. T. 1488; ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ, Plat. Phaedr. 249 c; Xen. An. 1, 3, 5. 4, 1, 28; Sp., wie Pol., πρὸς ἀλλήλους εἰς σύλλογον, 5, 75, 1, u. A.; von fleischlichem Umgange, Plut. Lyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορεύομαι: μέλλ. -εύσομαι· ἀόρ. -επορεύθην· ἀποθ. Πορεύομαι ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, «πηγαίνω μαζί», Εὐρ. Ι. Τ. 1488· τινι, μετά τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 249C, Ξενοφ. Ἀν. 1. 3, 5, κτλ.· ἐπί τινι συμφέροντι, πρός τι κέρδος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 9, 4. ΙΙ. συνέρχομαι, ἐπὶ τῆς Συγκλήτου, Πολύβ. 6. 16, 4. ― μεταφ., συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ὅπως ἂν ἐν καιρῷ καὶ λανθάνοντες ἀλλήλοις συμπορεύοιντο Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙϚ΄, σ. 540.

French (Bailly abrégé)

aller ensemble avec, τινι ; avoir commerce avec.
Étymologie: σύν, πορεύομαι.

English (Strong)

from σύν and πορεύομαι; to journey together; by implication, to assemble: go with, resort.

English (Thayer)

(T WH συνπορεύομαι (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνεπορευομην;
1. to go or journey together (Euripides, Xenophon, Diodorus): τίνι, with one, ἡμῶνψυχή συμπορευθεισα Θεῷ, Plato, Phaedr., p. 249c.; μετά τίνος, very often in the Sept.).
2. to come together, to assemble: πρός τινα, Polybius, Plutarch).

Greek Monolingual

ΝΜΑ πορεύομαι
1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ)
2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα»)
αρχ.
συνουσιάζομαι.

Greek Monotonic

συμπορεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ συνεπορεύθην· αποθ.·
I. πορεύομαι ή ταξιδεύω μαζί, συμπορεύομαι ή συνταξιδεύω, σε Ευρ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.
II. συνέρχομαι, συνεδριάζω, λέγεται για τη Σύγκλητο, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπορεύομαι: 1) вместе совершать путь, сопровождать (τινι Xen., Plat., NT);
2) сходиться, собираться Polyb., NT: σ. ἐπί τινι συμφέροντι Arst. объединяться для общей пользы; οἱ συμπορευόμενοι Plut. участники собрания; σ. ἀλλήλοις Plut. встречаться друг с другом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπορεύομαι, Att. ook ξυμπορεύομαι [σύν, πορεύω] meereizen (met), samen optrekken (met); met dat. met iem. overdr. omgaan met, met dat.. Plut. Lyc. 15.8.