σφαγιασμός

From LSJ
Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιασμός Medium diacritics: σφαγιασμός Low diacritics: σφαγιασμός Capitals: ΣΦΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sphagiasmós Transliteration B: sphagiasmos Transliteration C: sfagiasmos Beta Code: sfagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A slaying, sacrificing, E.El.200(lyr., pl.), Plu.Ages.6, Corn.ND34.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, θυσία, «σφάξιμον», Εὐριπ. Ἠλ. 200, Πλουτ. Ἀγησ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 immolation, sacrifice;
2 meurtre.
Étymologie: σφαγιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφαγιάζω
θυσία
νεοελλ.
1. ομαδική σφαγή, μακελειό
2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή.

Greek Monotonic

σφᾰγιασμός: ὁ, σφαγή, προσφορά ιερού σφαγίου κατά την τέλεση θυσιών, τελετουργική θυσία, σε Ευρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγιασμός: ὁ заклание, кровавое жертвоприношение Eur., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγιασμός -οῦ, ὁ [σφαγιάζω] slachting.

Middle Liddell

σφᾰγιασμός, οῦ, ὁ, [from σφαγιάζομαι
a slaying, sacrificing, Eur., Plut.