γαυσός
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ή, όν, or γαῦσος, η, ον (accent uncertain, Gal.18(2).518; codd. of Hp. have γαῦσος but γαυσοί),
A crooked, bent outwards, μηρός Hp.Fract.20, Art.77.
German (Pape)
[Seite 476] (nach Galen. auch γαῦσος), gekrümmt, gebogen. Hippocr. Bei Hesych. auch γαυσόω, krümmen.
Greek (Liddell-Scott)
γαυσός: -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, κυρτός, «στραβός», καμπύλος, μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι κυρτός, κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251.
Greek Monolingual
γαυσός, -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)
κυρτός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαυσός (από ρ. g∂u/γαυ
«κούφιος, στρογγυλός») έχει σχηματισμό ανάλογο προς τα επίθ. σε -σός, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός «στρεβλός», λοξός, φοξός «οξύς, μυτερός»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bent outwards (Hp.).
Other forms: or γαῦσος? (DELG; the acc. varies).
Derivatives: Davon γαυσάδας ψευδής H. (see DELG); denom. γαυσόω (Sor.). Also ἔγγαυσον ἔνσκαμβον H., cf. Strömberg Greek Prefix Studies 127.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the suffix cf. βλαισός, λοξός etc., Chantr. Form. 434. One compares γαυλός (semantically improbable), γυρός, γύαλον (formally impossible) and the root IE *geu- (*gēu-) curve etc. which is (formally) impossible. Rather a Pre-Greek adjective.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαυσός -ή -όν, ook γαῦσος -η -ον gebogen, verdraaid. Hp.