νήριτος

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήρῐτος Medium diacritics: νήριτος Low diacritics: νήριτος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: nḗritos Transliteration B: nēritos Transliteration C: niritos Beta Code: nh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.

German (Pape)

[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.

Greek (Liddell-Scott)

νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.

English (Autenrieth)

see εἰκοσινήριτος.

Greek Monolingual

νήριτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον
όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό της Ανωγής
3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος.

Greek Monotonic

νήρῐτος: -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

νήρῐτος: неисчислимый, безмерный (ὕλη Hes.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncountable (Hes. Op. 511, A. R.).
Compounds: As 1. member in νηριτόφυλλον πολύφυλλον H. and νηριτόμυθος (H.); cf. also νηρίται μεγάλοι H. (after Redard 117 to be changed into νήριται μεγάλαι).
Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] *h₂ri- count.
Etymology: From *n̥-h₂ri-tos (-άρι-τος), compound of privative n̥- (s. νη-) and a verb ἀρι- count (s. ἀριθμός) with το-suffix; thus in εἰκοσιν-ήριτος twenty(fold) counted (X 349; compos. lengthening), Arc. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name Νήριτον (B 632, Od.) and the PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f.

Middle Liddell

νήρῐτος, ον, = νήριθμος
countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.