παλαίω

From LSJ
Revision as of 12:34, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαίω Medium diacritics: παλαίω Low diacritics: παλαίω Capitals: ΠΑΛΑΙΩ
Transliteration A: palaíō Transliteration B: palaiō Transliteration C: palaio Beta Code: palai/w

English (LSJ)

Aeol. πάλαιμι Hdn.Gr.2.930; Boeot. παλήω ib.949: fut. παλαίσω: aor. ἐπάλαισα: (πάλη A):—

   A wrestle, οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Il.23.621; καί νύ κε τὸ τρίτον . . πάλαιον ib.733; παλαίουσ' ἐς τρίς S.Fr.941.13; οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Pl.Prt.350e; ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Id.Men.94c; τὸν παλαίσαντά ποτ' ἐκεῖνον him once famous as a wrestler, D.21.71.    2 π. τινί wrestle with one, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Od.4.343, 17.134; λέοντι Pi.P.9.27: metaph., wrestle with a calamity, ἀάτῃσι Hes.Op.413; φόνῳ Pi.N.8.27; κακῷ μερμέρῳ E.Rh.509; πολλαῖς ζημίαις X.Oec.17.2.    II c. acc., overcome, λόγον λόγῳ παλαιστέον An.Ox.3.216:—Pass., παλαισθείς beaten, E. El.686; οἶνος . . παλαίεσθαι βαρύς Id.Cyc. 678.    III c. inf., endeavour, Ach.Tat.3.1.

German (Pape)

[Seite 446] ringen; οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις, Il. 23, 621; τινί, mit Einem, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν ἀναστάς, Od. 4, 343. 17, 134; λέοντι, Pind. P. 9, 28; u. übertr. wie bei uns, Αἴας φόνῳ πάλαισεν, N. 8, 27, ἄτῃσιν, Hes. O. 411; κακῷ δὲ μερμέρῳ παλαίομεν, Eur. Rhes. 509; u. in Prosa, ἐπάλαισαν κάλλιστα τῶν Ἀθηναίων, Plat. Men. 94 c, Folgde; auch übertr., ζημίαις, Xen. Oec. 17, 2; φυγαῖς καὶ ἀναδασμοῖς, συμφοραῖς u. ä., Pol. 2, 56, 6. 4, 81, 13 u. ä.; πεπάλαικα πόθοις τρισίν, Ep. ad. 11 (XII, 90). – Pass. überwunden werden, παλαισθείς Eur. El. 686, δεινὸς γὰρ οἶνος καὶ παλαίεσθαι βαρύς Cycl. 674. – S. auch παλέω.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίω: Αἰολ. πάλαιμι Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23. 26· Βοιωτ. παλήω αὐτόθι 43. 28· μέλλ. παλαίσω ἀόρ. ἐπάλαισα· (πάλη. - Παλαίω ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «παλαίβω», οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι οὐδὲ παλαίσεις Ἰλ. Ψ. 621· καὶ νύ κε τὸ τρίτον ... ἐπάλαιον αὐτόθι 733· παλαίουσ’ ἐς τρίτον Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13· οἱ ἐπιστάμενοι παλαίειν Πλάτ. Πρωτ. 350Ε· ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 94C· τὸν παλαίσαντά ποτ’ ἐκεῖνον, τόν ποτε περίφημον ἐκεῖνον ὡς παλαιστήν, Δημ. 537. 15. 2) παλαίω τινί, παλαίω με τινα, Φιλομηλείδῃ ἐπάλαισεν Ὀδ. Δ. 313, Ρ. 134· λέοντι Πινδ. Π. 9. 45· - μεταφορ., παλαίω, ἀγωνίζομαι πρὸς δυστήχημά τι, ἄτῃσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 411· φόνῳ Πινδ. Ν. 8. 47· πολλαῖς ζημίαις Ξεν. Οἰκ. 17. 2. - (Περὶ τοῦ ἐν Ἡροδ. 8. 21, ἴδε παλέω).
ΙΙ. μετ’ αἰτ., νικῶ, λόγον λόγῳ παλαιστέον Ἀνέκδ. Ὀξον. 3. 216· - παθ., παλαισθείς, ἡττηθείς, καταβληθείς, Εὐρ. Ἠλ.686· βαρὺς παλαίεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 678. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., πειρῶμαι, προσπαθῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 1.

French (Bailly abrégé)

f. παλαίσω, ao. ἐπάλαισα, pf. πεπάλαικα;
Pass. ao. ἐπαλαίσθην, pf. πεπάλαισμαι;
1 lutter : τινί contre qqn, contre un animal, etc. ; fig. avoir à lutter contre qch ; Pass. être vaincu dans une lutte;
2 abs. être malheureux, succomber, succomber dans la lutte;
Moy. παλαίομαι (part. f. παλαισόμενος) vaincre à la lutte.
Étymologie: πάλη.

English (Autenrieth)

(πάλη), fut. παλαίσεις, aor. ἐπάλαισεν: wrestle.

English (Slater)

πᾰλαίω
   1 wrestle κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων (sc. Κυράναν) (P. 9.27) met., χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν (N. 8.27)

Greek Monolingual

παλαίω, αιολ. τ. πάλαιμι, βοιωτ. τ. παλήω (Α)
παλεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. παλαίω εμφανίζει πιθ. επίθημα -ye / -yo (πρβλ. κερ-αίω, λαγ-αίω), οπότε οι τ. του μέλλ. και αορ. παλαίσω, ἐπάλαισα πρέπει να θεωρηθούν υστερογενείς αναλογικοί σχηματισμοί. Η σύνδεση με το ρ. πάλλω προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αντίθετα, το ουσ. πάλη (Ι) (πρβλ. πάλη [ΙΙ]), το οποίο θεωρείται υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαίω, είναι πιθ. να συνδέεται με το πάλλω.

Greek Monotonic

πᾰλαίω: μέλ. παλαίσω, αόρ. αʹ ἐπάλαισα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπαλαίσθην· (πάληπαλεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· παλαίω τινί, παλεύω με κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. — Παθ., παλαισθείς, νικημένος, ηττημένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παλαίω:
1) бороться, состязаться в борьбе (τινί Hom., Hes., Pind., Xen. etc.): οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι, οὐδὲ παλαίσεις Hom. ты ведь не будешь ни биться на кулаках, ни состязаться в борьбе; ἐπάλαισαν κάλλιστα Ἀθηναίων Plat. они стали лучшими борцами среди афинян;
2) pass. быть одолеваемым в борьбе: βαρὺς π. Eur. трудно одолимый; παλαισθείς Eur. побежденный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαίω [πάλη] worstelen, strijden, met dat. met of tegen; overdr.:; ἀνὴρ ἄτῃσι παλαίει de man worstelt met tegenslagen Hes. Op. 413; overwinnen, pass.: ὡς εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσῇ τέθνηκα κἀγώ want als jij overwonnen wordt en dood zult neervallen, dan sterf ook ik Eur. El. 686.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to wrestle, to insist on wrestling (Il.).
Other forms: Aeol. -αιμι, Boeot. -ήω (Hdn. Gr.). Aor. -αῖσαι, -αισθῆναι, fut. -αίσω.
Compounds: Also with προσ-, κατα-, συν-.
Derivatives: 1. Παλαίμων, -ονος m. "wrestler", only as name of a sea-god and surn. of Heracles (E., Call., Lyc., inscr.); from the unattested appellative παλαι-μον-έω = παλαίω (Pi.) and παλαι(σ)μο-σύνη f. art of wrestling (Hom., Simon., Wyss -σύνη 24; perh. with anal. -(σ)μο- directly from παλαίω after Porzig Satzinhalte 223). 2. πάλαι-σμα n. wrestling, bout in wrestling, trick (IA.), 3. -σις f. prize fight (Ptol.); 4. -στής m. wrestler, fighter' (θ 246) with -στικός belonging to wrestling, to the wrestler (Arist.); 5. -στρα f. wrestling school, gymnasium, arena (IA.) with -στρίδιον, -στρίτης, -στρικός, -στριαῖος. -- On itself stands πάλη f. wrestling, wrestling match (Il.) as backformation (Schwyzer 421 n. 3) with ἀντί-παλος m. opponent, coequal (Pi., IA.), δυσ-παλής hard to battle (Pi.; with transition to the σ-stems) a.o.; thus διαπάλ-η f. (Pln.) from δια-παλαίω (Ar., Ph.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If παλαίω can be compared with κεραίω (: κερά-σαι), λαγαίω (: λαγάσαι) a.o. (Schwyzer 676), the non-pres. tempora must have been second. formed; παίω, which is itself unclear, and the by Schw. l.c. adduced monosyll. present-stems are no help. Etymol. unclear; cf. on πάλλω and πέλομαι, also πελεμίζω. -- Older attempts in Bq.