πλεονασμός
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὁ,
A superabundance, excess, ὑγρότητος, τῶν μερῶν, Arist.GA780a20, 770b28, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, 130, Porph.Antr.11; πλεονασμοὶ λαλιᾶς Plu.2.650e. b surplus, PRyl.213.82 (pl., ii A. D.), Sammelb. 4296.7 (iv A. D.), etc. 2 usury, LXXLe.25.37, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).260, etc. 3 Rhet. and Gramm., use of redundant words, D.H.Dem.58, A.D.Synt.267.14, al. b lengthening of clauses, opp. μείωσις, D.H.Comp.7. 4 repetition, Timae.71 (pl.).
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Ueberfluß, Uebermaaß, Sp.; bes. Uebertreibung, Vergrößerung in der Erzählung, Pol. 12, 24, 1. 15, 36, 3; Plut. u. Sp. – Bei den Gramm. das Hinzufügen eines überflüssigen, nichts bedeutenden Wortes, eine bei den alten Gramm. häufige Erklärungsweise.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονασμός: ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, περίσσευμα, τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), τόκος. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ χρῆσις περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, ὑπερβολή, Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
surabondance, excès.
Étymologie: πλεονάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πλεονάζω
το αποτέλεσμα του πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.)
2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του είναι απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. πάλι μού ξαναμίλησε, φέρε λίγο νερό ζεστό κι όχι κρύο
μσν.-αρχ.
κέρδος, όφελος
αρχ.
1. επανάληψη
2. τοκοφλυφία
3. γραμμ. επαύξηση της προτάσεως
4. αυτό που υπερβαίνει κάτι που έχει οριστεί ή καθοριστεί
5. μτφ. μεγαλοποίηση, υπερβολή.
Russian (Dvoretsky)
πλεονασμός: ὁ
1) избыток, чрезмерность (τῶν μερῶν Arst.);
2) раздувание, преувеличение (οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί Polyb.);
3) грам. плеоназм.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονασμός -οῦ, ὁ [πλεονάζω] overvloed.