θάψινος

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψῐνος Medium diacritics: θάψινος Low diacritics: θάψινος Capitals: ΘΑΨΙΝΟΣ
Transliteration A: thápsinos Transliteration B: thapsinos Transliteration C: thapsinos Beta Code: qa/yinos

English (LSJ)

η, ον,

   A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413· χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28· χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.

Greek Monolingual

θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρόςθάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].

Greek Monotonic

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θάψῐνος:
1) желтый (χρῶμα Plut.);
2) желтый как воск, изжелта-бледный (γυνή Arph.).