λύη

From LSJ
Revision as of 13:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύη Medium diacritics: λύη Low diacritics: λύη Capitals: ΛΥΗ
Transliteration A: lýē Transliteration B: lyē Transliteration C: lyi Beta Code: lu/h

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, (λύω)

   A dissolution, separation: hence, faction, sedition, = στάσις, Hdn.Gr.1.306; Aeol., Dor. λύα, Alc.Supp.23.10, 5.11 (pl.), Pi.N.9.14.

Greek (Liddell-Scott)

λύη: ἡ, (λύω) διάλυσις, χωρισμός· ὅθεν στάσις, διαφορά, μάχη, Ἀρκάδ. σ. 103. 23· Δωρ. λύα, Πινδ. Ν. 9. 34.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dissolution, séparation ; sédition.
Étymologie: λύω.

Greek Monolingual

λύη, δωρ. τ. λύα, ἡ (Α) λύω
1. διάλυση, χωρισμός
2. διαφορά, διαμάχη.

Greek Monotonic

λύη: [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ (λύω), διάλυση, χωρισμός· απ' όπου, διχόνια, διχασμός, στάση, ανατρεπτική ενέργεια, σε Πίνδ.

Middle Liddell

λύη, δοριξ λύα, ἡ, [λύω]
dissolution: hence, faction, sedition, Pind.