ερινεός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
(I)
και ερινός και ορν(ι)ός, ο (AM ἐρινεός και ἐρινειός και ἐρινός
Α αττ. τ. ἐρινεώς)
1. η αγριοσυκιά
2. το αγριόσυκο, το ερινεόν
νεοελλ.
βοτ. συκιά με ερμαφρόδιτα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. (πρβλ. συκή), αλλά το διαλεκτικό (μεσσην.) τράγος «ερίνεος» και η αντίστοιχη λατ. λ. caprificus, θα δικαιολογούσαν προέλευση της λ. από έναν παλαιότερο τ. με τη σημασία «τράγος». Ο τ. ερινός < ερινεός κατά το αδελφός < αδελφεύς].
(II)
ἐρινεός, -ά, -όν και συνηρ. ἐρινοῡς, -ῆ, -οῦν
(Α) [[[ερινεός]] (I)]
αυτός που ανήκει στην αγριοσυκιά ή προέρχεται από αυτήν («ἐρινεὸν σῡκον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο δε νεοελλ. τ. ορν(ι)ός < ερνιός, με τροπή του ε- σε ο- υπό τη φωνητική επίδραση του -ρ- < ερινεός, με συνίζηση του -ε- και σίγηση του ενδοσυμφωνικού -ι-].