πρόκα

From LSJ
Revision as of 00:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκᾰ Medium diacritics: πρόκα Low diacritics: πρόκα Capitals: ΠΡΟΚΑ
Transliteration A: próka Transliteration B: proka Transliteration C: proka Beta Code: pro/ka

English (LSJ)

Ion. Adv.

   A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.

German (Pape)

[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).

French (Bailly abrégé)

ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.

Greek Monolingual

(I)
και πρόκατε Α
(ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα -κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα του σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και του λατ. συνθ. reci-procus «αυτός που βαδίζει πίσω». Ο τ. πρόκατε < πρόκα + τε (πρβλ. αὖτε, ἔπειτε)].
(II)
και πρόκκα, η, Ν
μικρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. broca].

Greek Monotonic

πρόκᾰ: (πρό), Ιων. επίρρ., ευθύς, αμέσως, ξαφνικά, σε Ηρόδ.· πρόκατε ή πρόκατε.

Russian (Dvoretsky)

πρόκᾰ: adv.
1) тотчас (же): καὶ π. τε (или πρόκατε) πυνθάνομαι Her. я тотчас же узнал;
2) вдруг, внезапно (καὶ π. τε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Her.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv.
Meaning: instantly, suddenly (Hp., A. R.).
Other forms: -τε (Hdt., Call.).
Origin: IE [Indo-European] [815] *pro-k- in front
Etymology: Formation as the also temporal αὑτί-κα, τηνί-κα, τό-κα; clearly from πρό (be)fore, forward. The suffix can be inherited with correspondence in OCS prokъ remaining, Lat. reci-procus returning on the same road (prop. *backwards and forward directed), proc-erēs chiefs, nobles, procul far away. The finak is ambiguous: like ἅμα, τάχα etc. or acc. pl. ? Lit. in Schwyzer 496 : 16,2 and in W.-Hofmann s.vv., Vasmer s. prók, also in WP. 2, 37 (Pok. 815). -- The added -τε as in ἐπεί-τε, αὖ-τε a.o.

Middle Liddell

[πρό]
forthwith, straightway, suddenly, in Hdt., πρόκα τε or πρόκατε.