παρατρωπάω
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
poet. for παρατρέπω, [θεοὺς] θυέεσσι… παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι
A turn away the anger of the gods... Il.9.500.
German (Pape)
[Seite 504] poet. statt παρατρέπω, Il. 9, 500, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, die Menschen machen die Götter durch Opfer anderes Sinnes, versöhnen sie, Hesych. erkl. παραπείθουσι τῆς ὀργῆς.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρωπάω: ποιητ. ἀντὶ παρατρέπω, μεταπείθω, ἐξιλεῶ, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ’ ἄνθρωποι, παρατρέπουσιν, ἀποτρέπουσιν τὴν ὀργὴν αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 500.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. c. παρατρέπω.
Étymologie: παρά, τρωπάω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): fig., change in purpose, move, propitiate. θεοὺς θύεσσι, Il. 9.500†.
Greek Monotonic
παρατρωπάω: ποιητ. αντί παρατρέπω, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, παίρνω πίσω, καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρατρωπάω: (= παρατρέπω
5) отвращать (гнев), т. е. умилостивлять (θεοὺς θυέεσσι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατρωπάω [~ παρατρέπω] vermurwen.
Middle Liddell
poet. for παρατρέπω
θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι turn away the anger of the gods by sacrifices, Il.