ἀσυνεσία
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος)
A want of understanding, stupidity, E.Ph.1727 (lyr.), Th.1.122; opp. σύνεσις, Arist.EN1142b34 codd.
German (Pape)
[Seite 380] ἡ, Unverstand, Mangel an Einsicht, Eur. Phoen. 1718 Thuc. 6, 36 Xen. Oec. 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνεσία: παλ. Ἀττ. ἀξ-, ἡ, (ἀσύνετος) ἔλλειψις συνέσεως, ἀσκεψία, ἠλιθιότης, Εὐρ. Φοίν. 1727, Θουκ. 1. 122· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ σύνεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut d’intelligence, sottise, imprudence.
Étymologie: ἀσύνετος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): át. ἀξυν- Th.3.42; -ίη Hp.Nat.Hom.1.1, Praec.10
estupidez, insensatez βροτῶν E.Ph.1727, cf. Fr.257, Th.l.c., Hp.ll.cc., X.Oec.8.17, D.Chr.57.2.
Greek Monolingual
ἀσυνεσία και ἀξυν-, η (Α) ασύνετος
η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀσυνεσία: αρχ. Αττ. ἀξυνεσία, ἡ, έλλειψη σύνεσης, ηλιθιότητα, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνεσία: староатт. ἀξυνεσία ἡ безрассудство, неразумие Eur., Thuc., Xen., Arst.
Middle Liddell
ἀσύνετος
want of understanding, stupidity, Eur., Thuc.