βιοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοθρέμμων Medium diacritics: βιοθρέμμων Low diacritics: βιοθρέμμων Capitals: ΒΙΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: biothrémmōn Transliteration B: biothremmōn Transliteration C: viothremmon Beta Code: bioqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.

German (Pape)

[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.

Greek (Liddell-Scott)

βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.

Greek Monolingual

βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].

Greek Monotonic

βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βιοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοθρέμμων -ον βίος, τρέφω voedend, met gen. obj. : Αἰθέρα... βιοθρέμμονα πάντων de Aether die alles voeding geeft Aristoph. Nub. 570.

Middle Liddell

τρέφω
supporting the life, Ar.