διεμφαίνω

From LSJ
Revision as of 11:30, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμφαίνω Medium diacritics: διεμφαίνω Low diacritics: διεμφαίνω Capitals: ΔΙΕΜΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diemphaínō Transliteration B: diemphainō Transliteration C: diemfaino Beta Code: diemfai/nw

English (LSJ)

   A show through, ὀφθαλμοὶ… γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).

French (Bailly abrégé)

part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.

Spanish (DGE)

mostrar, manifestar a las claras ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ γοργὸν καὶ ἔνθεον Luc.Alex.3 (var.).

Greek Monolingual

διεμφαίνω (AM)
φανερώνω ανάμεσα από κάτι.

Greek Monotonic

διεμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, φανερώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεμφαίνω: просвечивать: ὀφθαλμοὶ τὸ γοργὸν διεμφαίνοντες Luc. глаза, мечущие огонь.

Middle Liddell

fut. -φᾰνῶ
to shew through, Luc.