διεμφαίνω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A show through, ὀφθαλμοὶ… γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.
Greek (Liddell-Scott)
διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).
French (Bailly abrégé)
part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.
Spanish (DGE)
mostrar, manifestar a las claras ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ γοργὸν καὶ ἔνθεον Luc.Alex.3 (var.).
Greek Monolingual
διεμφαίνω (AM)
φανερώνω ανάμεσα από κάτι.
Greek Monotonic
διεμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, φανερώνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διεμφαίνω: просвечивать: ὀφθαλμοὶ τὸ γοργὸν διεμφαίνοντες Luc. глаза, мечущие огонь.