εἰσιδρύω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A build in, ἐσίδρυταί σφι Ἄρηος ἱρόν v.l. in Hdt.4.62.
German (Pape)
[Seite 743] hineingründen, -bauen; εἰσίδρυταί σφιν Ἄρηος ἱρόν Her. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσιδρύω: ἱδρύω ἐντός, ἐσίδρυταί σφι Ἄρηος ἱρὸν Ἡρόδ. 4. 62.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. 3ᵉ sg. ἐσίδρυται;
bâtir dans.
Étymologie: εἰς, ἱδρύω.
Greek Monolingual
εἰσιδρύω (Α)
ιδρύω μέσα σε κάτι, οικοδομώ.
Greek Monotonic
εἰσιδρύω: Παθ. παρακ. εἰσίδρῡμαι, εντειχίζω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσιδρύω: ион. ἐσιδρύω строить (внутри), ставить, воздвигать (Ἄρηος ἱρόν Her.).