εἰσιδρύω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
build in, ἐσίδρυταί σφι Ἄρηος ἱρόν v.l. in Hdt.4.62.
German (Pape)
[Seite 743] hineingründen, -bauen; εἰσίδρυταί σφιν Ἄρηος ἱρόν Her. 4, 62.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. 3ᵉ sg. ἐσίδρυται;
bâtir dans.
Étymologie: εἰς, ἱδρύω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσιδρύω: ион. ἐσιδρύω строить (внутри), ставить, воздвигать (Ἄρηος ἱρόν Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσιδρύω: ἱδρύω ἐντός, ἐσίδρυταί σφι Ἄρηος ἱρὸν Ἡρόδ. 4. 62.
Greek Monolingual
εἰσιδρύω (Α)
ιδρύω μέσα σε κάτι, οικοδομώ.
Greek Monotonic
εἰσιδρύω: Παθ. παρακ. εἰσίδρῡμαι, εντειχίζω, σε Ηρόδ.