δυσαυλία

From LSJ
Revision as of 15:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαυλία Medium diacritics: δυσαυλία Low diacritics: δυσαυλία Capitals: ΔΥΣΑΥΛΙΑ
Transliteration A: dysaulía Transliteration B: dysaulia Transliteration C: dysavlia Beta Code: dusauli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill or hard lodging, A.Ag.555 (pl.), Ph.1.195 (pl.).

German (Pape)

[Seite 676] schlechtes Wohnen unter freiem Himmel; Aesch. Ag. 541; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαυλία: ἡ, κακή, δύσκολος, δυσάρεστος οἴκησις ἐν ὑπαίθρῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 555, Φίλων 1. 195.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour pénible en plein air.
Étymologie: δύσαυλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
incómoda noche al raso, mal alojamiento μόχθους ... καὶ δυσαυλίας A.A.555, cf. Fr.78c.7, Ph.1.195.

Greek Monolingual

δυσαυλία, η (Α)
δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.

Greek Monotonic

δυσαυλία: ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη στέγαση, κακό κατάλυμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαυλία: ἡ отсутствие крова, бесприютность (μόχθοι καὶ δυσαυλίαι Aesch.).

Middle Liddell

δυσαυλία, ἡ,
ill or hard lodging, Aesch. [from δύσαυλος