θρίγκωμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίγκωμα Medium diacritics: θρίγκωμα Low diacritics: θρίγκωμα Capitals: ΘΡΙΓΚΩΜΑ
Transliteration A: thrínkōma Transliteration B: thrinkōma Transliteration C: thrigkoma Beta Code: qri/gkwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A coping, cornice, cj. for τριχώμασιν, J.AJ15.11.3: metaph., θ. τῆς τροφῆς, of salt, Plu.2.685b.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, = θριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., θρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

θρίγκωμα: τό, θριγκός, γεῖσον, Εὐρ. Ι. Τ. 74, ἐξ εἰκασ. τοῦ Ruhnk.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
revêtement de mur, faîte ; p. anal. bord d’un autel.
Étymologie: θριγκόω.

Greek Monolingual

θρίγκωμα και θρίγχωμα, τὸ (Α) θριγκώ
1. ακροτοίχιο
2. αλάτι.

Greek Monotonic

θρίγκωμα: -ατος, τό, γείσο, μαρκίζα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θρίγκωμα: ατος τό
1) верхний край, карниз (θριγκώματα βωμοῦ Eur.);
2) досл. обрамление, перен. приправа (τῆς τροφῆς Plut.).

Middle Liddell

θρίγκωμα, ατος, τό, [from θριγκόω
a coping, cornice, Eur.