κακογείτων

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκογείτων Medium diacritics: κακογείτων Low diacritics: κακογείτων Capitals: ΚΑΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: kakogeítōn Transliteration B: kakogeitōn Transliteration C: kakogeiton Beta Code: kakogei/twn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A a bad neighbour, Call.Cer.118.    2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.

Greek Monolingual

κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.

Greek Monotonic

κᾰκογείτων: -ον, γεν. -ονος, κακός γείτονας ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην δυστυχία κάποιου, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκογείτων: ὁ товарищ (досл. сосед) в беде: οὐν ἔχων τινὰ ἔγχωρον κακογείτονα Soph. (больной Филоктет), лишенный в своем несчастье близкого человека.

Middle Liddell

κᾰκογείτων, ονος,
a bad neighbour or a neighbour to his misery, Soph.