καταμόνας

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμόνᾱς Medium diacritics: καταμόνας Low diacritics: καταμόνας Capitals: ΚΑΤΑΜΟΝΑΣ
Transliteration A: katamónas Transliteration B: katamonas Transliteration C: katamonas Beta Code: katamo/nas

English (LSJ)

Adv.

   A alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B.111.

German (Pape)

[Seite 1364] d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμόνᾱς: Ἐπίρρ. μόνος, χωριστά· βέλτιον διῃρημένως κατὰ μόνας, ἴδε μόνος Β, ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατὰ μόνας;
adv.
v. μόνος.

English (Strong)

from κατά and accusative case plural feminine of μόνος (with χώρα implied); according to sole places, i.e. (adverbially) separately: alone.

English (Thayer)

and (as it is now usually written (so L T Tr WH)) separately, κατά μόνας (namely, χώρας), apart, alone: Thucydides 1,32, 37; Xenophon, mem. 3,7, 4; Josephus, Antiquities 18,3, 4; the Sept. for בָּדָד and לְבָדָד, Jeremiah 15:17, etc.)

Greek Monolingual

(AM καταμόνας και κατὰ μόνας)
χωριστά, μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. κατὰ μόνας «μεμονωμένα»].

Greek Monotonic

καταμόνας: επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ μόνας, βλ. μόνος.

Russian (Dvoretsky)

καταμόνᾱς: adv., чаще κατὰ μόνας
1) в одиночку, в одиночестве (κιθαρίζειν Xen.);
2) собственными силами, одни (ἀπωθεῖν Κορινθίους Thuc.).

Middle Liddell


better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος.

Chinese

原文音譯:katamÒnaj 卡他-摩那士

詞類次數:副詞(2)

原文字根:向下-獨一

字義溯源:單獨,獨自,個別,各自;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μόνος)*=僅存的)組成

出現次數:總共(2);可(1);路(1)

譯字彙編

1) 單獨(1) 路9:18;

2) 獨自(1) 可4:10