ῥαγάς
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ῥαγῆναι, ῥήγνυμι)
A fissure in soil, Ephor.65(e) J.; chink, crevice, LXX Is.7.19, AP11.407 (Nicarch.), Zos.Alch.p.186 B.; crack or chap of the skin, Dsc.1.72, cf. Sor.1.60, Gal.19.446, D.L.1.81, EM810.27; fistula and haemorrhoids, Gloss. II = σταφυλίς, ῥωγάς, Hsch. III = rima, γυναικεία φύσις, Gloss.
German (Pape)
[Seite 830] άδος, ἡ, Riß, Ritze, Spalt, Kluft; Ep. ad. Paralip. 143 (XI, 407); D. Sic. 1, 39 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰγάς: -άδος, ἡ, (ῥαγῆναι, ῥήγνυμι) ῥῆγμα, ῥωγμή, Ἀνθ. Π. 11. 407, Διόδ. 1. 39· ῥῆγμα τοῦ δέρματος, σχάσιμον, Διοσκ. 1. 94· σχάσιμον τῶν χειλέων, Γαλην. 2, 214F.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
fente, crevasse.
Étymologie: ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ῥᾰγάς: -άδος, ἡ (ῥαγῆναι), ρήγμα, ρωγμή, σκάσιμο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰγάς: άδος (ᾰδ) ἡ щель, трещина Diod., Anth.