στεγαστρίς

From LSJ
Revision as of 19:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστρίς Medium diacritics: στεγαστρίς Low diacritics: στεγαστρίς Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: stegastrís Transliteration B: stegastris Transliteration C: stegastris Beta Code: stegastri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194.    II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].

Greek Monotonic

στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.

Middle Liddell

στεγαστρίς, ίδος, ἡ, στεγάζω
that serves for covering, Hdt.