Χάρυβδις

From LSJ
Revision as of 16:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ (s. nom. pr.), übh. Strudel, Schlund, Eur. Suppl. 516; auch übertr., ein gefräßiger, raubgieriger Mensch, Ar. Equ. 248.

Greek (Liddell-Scott)

Χάρυβδις: -εως, Ἰων. ιος, ἐπικίνδυνος θαλασσία δίνη κατὰ τὴν βορείαν ἀκτὴν τῆς Σικελίας ἀπέναντι τῆς κρημνώδους πέτρας τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 101 κἑξ., Εὐρ. Τρῳ. 426, Θουκ. 4. 24, Στράβ. 268. 2) καθόλου, δίνη, Σιμωνίδ. 46, Εὐρ. Ἱκ. 500, πρβλ. Στράβ. 275. 3) μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἅρπαγος, χ. ἁρπαγῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 248· πρβλ. ποντοχάρυβδις. (Ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἀμφίβολος). - Καθ’ Ἡσύχ.: χάρυβδις· χάσμα θαλάσσης, ἢ καταιγίς», - «χάρυβδις ὠμόβροτος· ἡ ἀναπενομένη θάλασα».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 Charybde, monstre marin qui attirait et engloutissait les vaisseaux, dans le détroit de Messine;
2 gouffre, abîme en gén.

English (Autenrieth)

Charybdis, the whirlpool opposite Scylla, Od. 12.104, , 23, Od. 23.327.

Greek Monotonic

Χάρυβδις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ, Χάρυβδις,
1. επικίνδυνη θαλάσσια δίνη στην ακτή της Σικελίας, απέναντι από τον ιταλικό βράχο Σκύλλα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
2. γενικά, θαλάσσια δίνη, σε Ευρ.
3. μεταφ., λέγεται για αρπακτικό άνθρωπο, Λατ. barathrum, Χάρυβδις ἁρπαγῆς, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

Χάρυβδις: εως, ион. ιος ἡ Харибда (опасный водоворот в Мессинском проливе Thuc., Eur., олицетворенный в виде чудовища Hom.): χ. ἁρπαγῆς Arph. пучина хищности (о расхитителе общественных средств).

Middle Liddell

Χάρυβδις, εως,
1. ionic ιος, Charybdis, a dangerous whirlpool on the coast of Sicily, opposite the Italian rock Scylla, Od., Eur., etc.
2. generally, a whirlpool, gulf, Eur.
3. metaph. of a rapacious person, Lat. barathrum, χ. ἁρπαγῆς Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

Χάρυβδις: -εως, ion. -ιος
{Khárubdis}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Meerungeheuers (seit Od.).
Etymology : Während sich für Σκύλλα eine annehmbare Etymologie finden läßt, bleibt Χάρυβδις dunkel. Die Anknüpfung an χάσκω, χάος, *χάδην und ῥυβδέω, *ῥύβδην (Schwyzer 626 mit Platon) macht den Eindruck einer Volksetymologie. Referat anderer gleich ergebnisloser Versuche bei P. -W. 3, 2194 f.
Page 2,1075