χοίρινος

From LSJ
Revision as of 12:25, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοίρῐνος Medium diacritics: χοίρινος Low diacritics: χοίρινος Capitals: ΧΟΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: choírinos Transliteration B: choirinos Transliteration C: choirinos Beta Code: xoi/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A = χοίρειος, of hog's skin, ἀσπίς Luc.Hist.Conscr.23.

German (Pape)

[Seite 1362] = χοίρειος, Sp.; ἡ χοιρίνη, sc. δορά, Schweinehaut, Luc. hist. conscr. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος χοίρου, ἀσπὶς Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cochon, de porc ; ἡ χοιρίνη (δορά) couenne de porc.
Étymologie: χοῖρος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χοίρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ
ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.)
νεοελλ.
παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» — λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία γίνεται κακή διαχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

χοίρῐνος: -η, -ον, = χοίρειος, δέρμα του χοίρου, σε Λουκ.

Middle Liddell

χοίρῐνος, η, ον = χοίρειος
of hog's skin, Luc.