κόλασμα

From LSJ
Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλασμα Medium diacritics: κόλασμα Low diacritics: κόλασμα Capitals: ΚΟΛΑΣΜΑ
Transliteration A: kólasma Transliteration B: kolasma Transliteration C: kolasma Beta Code: ko/lasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A chastisement, Ar.Fr.385, X.Cyr.3.1.23, Critias 25.4 D., AP5.217.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1472] τό, Züchtigung, Strafe; Xen. Cyr. 3, 1, 19; Plut. Crass. 10; Agath. 14 (V, 218).

Greek (Liddell-Scott)

κόλασμα: τό, τιμωρία, Ἀριστ. παρ’ Α. Β. 105, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 23, Κριτίας 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
châtiment, peine.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monolingual

το (Α κόλασμα) κολάζω
νεοελλ.
1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης
2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός
αρχ.
κολασμός, τιμωρίακόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.).

Greek Monotonic

κόλασμα: -ατος, τό (κολάζω), μαστίγωση, τιμωρία, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf.

Russian (Dvoretsky)

κόλασμα: ατος τό наказание, кара, взыскание Xen., Plut.

Middle Liddell

κόλασμα, ατος, τό, κολάζω
chastisement, Xen.