κυανωπός

Revision as of 10:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν,

   A dark of aspect, σέλας Trag.Adesp.541.3, cf. Androm. ap. Gal.14.41; σύσις AP4.3b.36 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1522] dasselbe, u. übh. von schwarzem Ansehn, p. bei Stob. fl. 64, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνωπός: -όν, «μαυρειδερός», Τραγ. παρὰ Στοβ. 403. 3, Ἀνδρόμαχ. παρὰ Γαλην. 12. 871, Ἀνθ. Π. 4. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’aspect sombre.
Étymologie: κύανος, ὤψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυανωπός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που το χρώμα του αποκλίνει προς το κυανό
αρχ.
αυτός που φαίνεται μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ωπός].

Greek Monotonic

κυᾰνωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνωπός: Anth. = κυανῶπις.

Middle Liddell

κυᾰν-ωπός, όν [ὤψ]
dark-looking, Anth.