αἰνοπαθής
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ές,
A suffering dire ills, Od.18.201, A.R.4.1078, AP7.167 (Diosc. or Hecat.); πατρίς Anacr.36.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνοπᾰθής: -ές, = ὁ ὑφιστάμενος δεινὰ παθήματα, Ὀδ. Σ. 201. Ἀνθ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre des maux affreux.
Étymologie: αἰνός, πάθος.
English (Autenrieth)
(πάσχω): dire-suffering, ‘poor sufferer,’ Od. 18.201†.
English (Slater)
αἰνοπαθής ?
1 suffering dreadfully ]αἰνοπα[θ (supp. Lobel.) Θρ. 5c. 3.
Spanish (DGE)
(αἰνοπᾰθής) -ές
• Morfología: [lesb. ac. αἰνοπάθη<ν> Inc.Lesb.1 (= Anacr.187)]
1 que sufre terriblemente, infortunado, desgraciado με Od.18.201, αἰνοπάθη<ν> (cód. αἰνοπαθῆ) πατρίδ' ἐπόψομαι Inc.Lesb.1 (= Anacr.187), A.R.4.1078, Nonn.D.48.672, Δημαρέτη AP 7.167 (Diosc. o Hecat.Thas.), θυμός αἰ. GVI 924 (Laconia II/III d.C.), Λέανδρος Musae.319
•esp. de pers. fallecidas SEG 42.522 (Larisa III a.C.), θυγάτηρ SEG 32.1608 (Cirene III d.C.)
•αἰνοπαθῆ δάκρυα lágrimas de dolor, GVI 807.2 (Quíos I a.C.).
2 que hace sufrir terriblemente ὕβρις Orac.Sib.5.185.
Greek Monotonic
αἰνοπᾰθής: -ές, (πάσχω), αυτός που υφίσταται φρικτές βλάβες, δεινοπαθήματα, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνοπᾰθής: терпящий муки, горемычный Hom.
Middle Liddell
πάσχω
suffering dire ills, Od., Anth.