πολύπηνος

From LSJ
Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπηνος Medium diacritics: πολύπηνος Low diacritics: πολύπηνος Capitals: ΠΟΛΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: polýpēnos Transliteration B: polypēnos Transliteration C: polypinos Beta Code: polu/phnos

English (LSJ)

ον,

   A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].

Greek Monotonic

πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.

Russian (Dvoretsky)

πολύπηνος: плотно сотканный, плотный (φάρεα Eur.).

Middle Liddell

πολύ-πηνος, ον, πήνη
thick-woven, close-woven, Eur.