ἀσόλοικος
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
ον,
A not barbarous, S.Fr.629. 2 correct, without solecism, Zeno Stoic. 1.23. Adv. -κως AB452. II metaph., uncorrupted, unspoiled, κρέας Eub.7.8; ἀ. παιδιά not coarse, refined, Plu.Cleom.13; of persons, unexceptionable, Phld.Acad.Ind.p.52 M. Adv. -κως Id.Vit.p.7J.
German (Pape)
[Seite 372] dasselbe, Soph. frg. 555, Hesych. προσηνές, οὐ βάρβαρον, vgl. Plut. Cleom. 13; Eubul. bei Ath. II, 63 d κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσ., nicht durch künstliche Zubereitung verderbt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσόλοικος: -ον, ὁ ἄνευ σολοικισμοῦ, «ἔφασκε δὲ τοὺς μὲν τῶν ἀσολοίκων λόγους, καὶ ἀπηρτισμένους, ὁμοίους εἶναι τῷ ἀργυρίῳ τῷ Ἀλεξανδρινῷ· εὐοφθάλμους μὲν καὶ περιγραμμένους, καθὰ καὶ τὸ νόμισμα, οὐδὲν δὲ διὰ ταῦτα βελτίονας» Διογ. Λ. π. Ζήνωνος 7. 18· «ἀσόλοικον· ἥμερον, προσηνές, οὐ βάρβαρον, Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 555): - Ἐπιρρ. -κως, «ἀσολοίκως· τὸ ἀφελῶς» Α. Β. 452, 33. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ κρέατος, ἁγνόν, οὐχὶ κεκαρυκευμένον, κρέας βόειον ἑφθὸν ἀσόλοικον μέγα Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 8· ἀσ. παιδιά, οὐχὶ ἄγροικος, φιλόκαλος, τήν τε παιδιὰν ἐπίχαριν καὶ ἀσόλοικον ἐχόντων Πλουτ. Κλεομ. 13.
Spanish (DGE)
-ον
I 1gram. carente de errores, correcto, exacto τοὺς τῶν ἀσολοίκων λόγους Zeno Stoic.1.23.
2 fig. de pers. educado, correcto S.Fr.629, κατὰ τὴν ἐπιχείρησιν ἀ. ἦν Phld.Acad.Ind.52, παιδιά Plu.Cleom.13.
3 de alimentos sencillo, no elaborado κρέας ... ἑφθὸν ἀσόλοικον Eub.6.
II adv. -ως
1 educadamente Phld.Vit.7.
2 correctamente, AB 452.33.
3 sin afectación Phot.α 2981.
Greek Monolingual
ἀσόλοικος, -ον (Α) σόλοικος
1. ο μη βάρβαρος, ο πολιτισμένος
2. (για παιδιά) ο φιλόκαλος, ο ευπρεπής
3. (για κρέας) σκέτο, χωρίς καρυκεύματα
4. σωστός, χωρίς σολοικισμούς.
Russian (Dvoretsky)
ἀσόλοικος:
1) свободный от солецизмов, т. е. (о языке) чистый, правильный, безупречный (λόγοι Diog. L.);
2) не содержащий ничего грубого, изящный (παιδιά Plut.).