πύανος

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύᾰνος Medium diacritics: πύανος Low diacritics: πύανος Capitals: ΠΥΑΝΟΣ
Transliteration A: pýanos Transliteration B: pyanos Transliteration C: pyanos Beta Code: pu/anos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,= ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι,

   A = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf.sq.

Greek (Liddell-Scott)

πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d’orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.

Greek Monolingual

και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α
1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι
2. στον πληθ. οἱ πύανοι
οι κύαμοι, τα κουκιά
3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος
κύαμοι ἑφθοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να καθοριστεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. πύαμος (< ΙΕ ρίζα pu-/ peu-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. πύανος και κύαμος με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].

Greek Monotonic

πύᾰνος: ὁ, κουκί.

Russian (Dvoretsky)

πύᾰνος: ὁ = κύαμος (ср. Πυανέψια).

Frisk Etymological English

See also: s. κύαμος.

Middle Liddell

πύᾰνος, ὁ,
a kind of bean.

Frisk Etymology German

πύανος: {púanos}
See also: s. κύαμος.
Page 2,618