επελαύνω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῦ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.