παίδευση

From LSJ
Revision as of 12:11, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ παίδευσις) παιδεύω
1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδείαΈλληνας καλεῖσθαι τοῦς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.)
μσν.
φρ. «ἡ σὴ παίδευσις» ή «ἡ ὑμετέρα παίδευσις» — τρόπος προσφώνησης ατόμων που είναι γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης
αρχ.
1. (για τη ρήτ.) ή διδασκαλία
2. το σχολείο, το εκπαιδευτήριο, ο χώρος που εκπαιδεύεται κάποιος («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι», Θουκ.)
3. τιμωρία.