ὑδέω

From LSJ
Revision as of 10:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδέω Medium diacritics: ὑδέω Low diacritics: υδέω Capitals: ΥΔΕΩ
Transliteration A: hydéō Transliteration B: hydeō Transliteration C: ydeo Beta Code: u(de/w

English (LSJ)

[ῠ], (ὕδης)

   A call, name, Call.Fr.anon.62, Nic.Al.47,525; Ep. also ὑδείω, Call.Jov.76:—Pass., to be told of, to be called so and so, Arat.257, A.R.2.528, 4.264:—Suid. and Et.Gud.539.56 also quote the form ὕδειν (from ὕδω), and Theognost.Can.19 has ὕδειν· τρέχειν, λέγειν:—ὑδεῖν should perh. be restored for ἰδεῖν in E.Hyps. iii 15, where it would mean tell of, celebrate; [ὑ]δέοντος is suggested in PLit.Lond.60.9 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1172] poet. Nebenform von ὕδω, besingen, preisen, übh. nennen, Nic. Al. 47. 525; dah. pass. heißen, Ap. Rh. 2, 528 u. einzeln bei a. sp. D. S. ὑδείω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδέω: [ῠ], (ὕδης) ὑμνῶ, ἐγκωμιάζω· πρῶτον εὕρηται παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξ. 17. 528, Καλλ. Ἀποσπ. 477· Ἐπικ. ὡσαύτως ὑδείω, Καλλ. εἰς Δία 76. ― Παθ., καὶ τὰ μὲν ὣς ὑδέονται, «ἀντὶ τοῦ ᾄδονται καὶ λέγονται» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 528., Δ. 264, Ἄρατ. 257· ― παρὰ τῷ Σουΐδ. καὶ ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. μνημονεύεται καὶ ὁ τύπος ὕδειν (ἐξ ὁριστικῆς ὕδω) ἔκ τινος ποιητοῦ.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α
1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζωαὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.)
2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν
τρέχειν, λέγειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα ud- της ΙΕ ρίζας wed- / a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (πρβλ. ἀείδω, αὐδή, αρχ. ινδ. udita-, μτχ. του vadati «μιλώ»). Βλ. λ. ἄδω, αὐδή.

Frisk Etymology German

ὑδέω: {hudéō}
Forms: (metr. ged. -είω), auch ὕδω, ὕδειν (Suid. u.a.).
Grammar: v.
Meaning: besingen, verherrlichen (hell. Epik, coni. E. Hyps. 3, 15)
Derivative: Daneben ὕδη· φήμη, ᾠδή (Theognost. Kan. 19), ὕδης· συνετός, ἢ ποιητής H.
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Am nächsten liegt, in ὑδέω dieselbe Schwundstufe von αὐδή (s.d. m. Lit.) anzunehmen, die auch in aind. Ptz. ud-itá-, Präs. Pass. ud-yáte zu vádati sprechen zu belegen ist; eine andere Hochstufe ist in οὐδήεσσα Beiw. von Λευκοθέη und Κίρκη (v.l. Od.) vermutet worden. — Anders Pisani Ist. Lomb. 73, 490 ff.: dialektisch (über *οἰ-) für *ᾠδέω von ᾠδή; ernste Bedenken bei Belardi Doxa 3, 221.
Page 2,956