καθαρισμός
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
ὁ, later form for καθαρμός, LXXEx.29.36, Ev.Luc.2.22, Ev.Jo.2.6, Luc. Asin.22, PLond.2.168.11 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1281] ὁ, Reinigung, Reinigungsopfer; Luc. asin. 22; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθᾰρισμός: ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ καθαρμός, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 22, κ. Ἰω. γ΄, 6, Λουκ. Ὄν. 22.
English (Strong)
from καθαρίζω; a washing off, i.e. (ceremonially) ablution, (morally) expiation: cleansing, + purge, purification(-fying).
English (Thayer)
καθαρισμοῦ, ὁ (καθαρίζω), a cleansing, purification; a ritual purgation or washing (Vulg. purgatio, pnrifcatio, emundatio): used with a genitive of the subjunctive, τῶν Ἰουδαίων, of the washings of the Jews before and after their meals, ἁμαρτιῶν or ἁμαρτημάτων, a cleansing from the guilt of sins (see καθαρίζω, 1b. β.): wrought now by baptism, τῆς ἁμαρτίας μου, Lucian, asin. 22).
Greek Monolingual
ο (AM καθαρισμός) καθαρίζω
νεοελλ.-μσν.
καθάρισμα
μσν.
διασάφηση, ξεκαθάρισμα
αρχ.
καθαρμός, εξαγνισμός.
Greek Monotonic
κᾰθᾰρισμός: ὁ, μεταγεν. τύπος αντί καθαρμός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κᾰθᾰρισμός: ὁ очищение (τῶν ἁμαρτιῶν NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαρισμός -οῦ, ὁ [καθαρίζω] rituele reiniging.
Middle Liddell
κᾰθᾰρισμός, later form for καθαρμός, NTest.]
Chinese
原文音譯:kaqarismÒj 卡他里士摩士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:向下 舉起(著) 相當於: (כָּפַר) (רָפָא)
字義溯源:洗,洗淨,潔淨;源自(καθαρίζω / καθερίζω)=洗淨);而 (καθαρίζω / καθερίζω)出自(καθαρός)*=潔淨的)。參讀 (καθαρός)同源字
出現次數:總共(7);可(1);路(2);約(2);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 潔淨(5) 路2:22; 路5:14; 約2:6; 來1:3; 彼後1:9;
2) 潔淨的事(1) 約3:25;
3) 蒙潔淨(1) 可1:44