ἀπέκδυσις

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέκδῠσις Medium diacritics: ἀπέκδυσις Low diacritics: απέκδυσις Capitals: ΑΠΕΚΔΥΣΙΣ
Transliteration A: apékdysis Transliteration B: apekdysis Transliteration C: apekdysis Beta Code: a)pe/kdusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting off (likeclothes), ib.11.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, das Ausziehen, Ablegen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, ἀπόρριψις, ἀποβολὴ (π. χ. ἐνδύματος), Ἐπιστ. πρὸς Κολασσ. β΄, 11, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se dépouiller de.
Étymologie: ἀπεκδύομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de despojarse, desnudarse ἐν τῇ ἀ. τοῦ σώματος τῆς σαρκός Ep.Col.2.11, ἐν τῇ ἀ. τοῦ παλαιοῦ χιτῶνος Gr.Nyss.Hom.in Cant.372.10.

English (Strong)

from ἀπεκδύομαι; divestment: putting off.

English (Thayer)

ἀπεκδυσεως, ἡ (ἀπεκδύομαι, which see), a putting off, laying aside: Colossians 2:11. (Not found in Greek writings.)

Greek Monotonic

ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, απόρριψη, αποβολή, απογύμνωση (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπέκδῠσις: εως ἡ совлечение, снятие NT.

Middle Liddell

[from ἀπεκδύομαι
a putting off (like clothes), NTest.

Chinese

原文音譯:¢pškdusij 阿普-誒克-低西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-出去-滑脫(著)
字義溯源:脫除,脫去,排除;源自(ἀπεκδύομαι)=完全脫去);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἐκδύω)=脫去)組成;其中 (ἐκδύω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自 (δυσφημία)X*=沉
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 脫去(1) 西2:11