сжигать
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Russian > Greek
καίω, δαίνυμι, αἴθω, λαφύσσω, λαφύττω, πίμπρημι, πιμπράω, πυρπολέω, φλέγω, πυρεύω, φλογίζω, ἐμπίπρημι, ἀμφιπονέομαι, περιφλεύω, περιφλέγω, περικαίω, ἐκπυρόω, ἐμπυρίζω, ὑποπίμπρημι, λαμπαδεύω, καταιθαλόω, ἀνθρακόω, κατανθρακόω, ἐξοπτάω, διαπυρόομαι, καταίθω, ἐπιφλέγω, καταφλέγω, καταφρύγω, κατασμύχω, διαφλέγω, φλεγέθω, καταπυρπολέω, συμπίπρημι, συμφλέγω, καθαγίζω, καταγίζω, δαίω