irresistible
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Ar. and P. ἄμαχος (Plato), P. δυσπολέμητος, ἀνυπόστατος, P. and V. δύσμαχος, V. ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος.
not to be avoided: P. and V. ἄφυκτος.
impossible to deal with: P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).
Spanish > Greek
ἀδήριτος, ἀνανταγώνιστος, ἀπρόσοιστος, δυσκαρτέρητος, ἀκατάπαυστος, ἄσχετος, ἀπαραίτητος, ἄμαχος, ἀνύποιστος, ἀπροσάντητος, ἀκατακράτητος, δυσυπόστατος, ἀμάχετος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, δυσπαλής, ἀμάχητος, ἀνυπόστατος, δεινός, ἀβιαστικός, ἄαπτος, ἀμαιμάκετος