βασιληΐς
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, pecul. fem. of βασίλειος,
A royal, τιμή Il.6.193, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.). 2 = βασίλειᾰ, a queen, Man.1.283, Epigr.Gr.989.3 (Memnon).
German (Pape)
[Seite 437] ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βασῐληΐς: ΐδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ βασίλειος, βασιλικός, τιμὴ Ἰλ. Ζ. 193· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 462, Εὐρ. Ἱππ. 1281. 2)=βασίλειᾰ, βασίλισσα, Μανέθ. 1. 283, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 989. 3, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
adj. fém.
de roi, de reine.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monotonic
βᾰσῐληΐς: -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του βασίλειος, βασιλικός, αρχοντικός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐληΐς: ΐδος adj. f царская, царственная (τιμή Hom., Hes., Eur.).