βοηθήσιμος
From LSJ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
ον, A curable, Thphr.HP9.16.7.
German (Pape)
[Seite 451] dem zu helfen ist, Ggstz ἀβοήθητος. Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.
Spanish (DGE)
-ον
que puede curar, curativode un fármaco, Thphr.HP 9.16.7.
Greek Monolingual
βοηθήσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει.