δοξαστής
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who forms opinions or conjectures, opp. κριτής, Antipho 5.94, cf. S.E.M.7.157; opp. ἐπιστήμων, Pl.Tht. 208e. II δοξασταί· δικασταί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, der Meinende, Wähnende, Antiph. 5, 94; Plat. im Ggstz von ἐπιστήμων, Theaet. 208 e. Bei B. A. 242 = Schiedsrichter, οἱ διαγινώσκοντες πότερος εὐορκεῖ τῶν κρινομένων.
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων γνώμην, εἰκασίαν, εἰκάζων, ἀντίθ. κριτής, Ἀντιφῶν 140. 38· ἀντίθ. ἐπιστήμων. Πλάτ. Θεαιτ. 208Ε.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que se forma una opinión op. ἐπιστήμων: αὐτοῦ ἐπιστήμων γεγονὼς ἔσται οὗ πρότερον ἦν δ. Pl.Tht.208e, op. κριτής: νῦν μὲν δοξασταί, τότε δὲ κριταὶ τῶν ἀληθῶν Antipho 5.94, cf. Antisth.53.8, Hsch.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ)
υμνητής, εγκωμιαστής
νεοελλ.
αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου
αρχ.
1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία
2. πληθ. δοξασταί
οι δικαστές.
Russian (Dvoretsky)
δοξαστής: οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: ἐπιστήμων γεγονὼς οὗ πρότερον ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение.