προμετρητής
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
οῦ, ὁ, a servant of the μετρονόμοι, IG22.1672.291, Hyp.Fr.191, Din.Fr.16.4; =
A mensor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 734] ὁ, Vormesser, Unterbeamter der μετρονόμοι, Harpocr. aus Hyperid. u. Din.; vgl. B. A. 290.
Greek (Liddell-Scott)
προμετρητής: ὁ, «ὁ τοὺς πιπρασκομένους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν, καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων, προμετρητὴς ἐκαλεῖτο» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Φώτ. ἐν λ., Λεξικ. Ρητ. σ. 290 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῑτο».