εὐψάμαθος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
[ψᾰ], ον, A sandy, AP6.223 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1111] sandreich, ἠϊών Ant. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
εὐψάμᾰθος: -ον, ἀμμώδης, πλήρης ἄμμου, Ἀνθ. Π. 6. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de sable.
Étymologie: εὖ, ψάμαθος.
Greek Monolingual
εὐψάμαθος, -ον (Α)
αμμώδης, γεμάτος άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψάμαθος «άμμος»].
Greek Monotonic
εὐψάμᾰθος: -ον, αμμώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐψάμᾰθος: покрытый песком, песчаный (ἠϊών Anth.).
Middle Liddell
εὐ-ψάμᾰθος, ον
sandy, Anth.