πρόεσις
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
εως, ἡ, (προΐημι)
A sending forth, emission, [τῶν ᾠῶν] Arist. HA550b12, cf. Ph.1.29, Gal.4.590; οὔρου, οὔρων, Arist.Pr.888b1, Aret. SD2.4; καταμηνίων, [περιττώματος], Arist.GA765b21, PA663a16, cf. Thphr.Metaph.29; φωνῆς voice-production, Anon.Epicureus Herc. 176p.39V.; π. ἐκ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.49U.: pl., δακρύων -έσεις Phld.Mort.25. 2 throwing away, opp. λῆψις, Arist.EN1107b12.
German (Pape)
[Seite 722] ἡ, das Fort- oder Heraussenden, Verschwenden, Arist. eth. 2, 7 u. sonst, im Gegensatz von λῆψις.
Greek (Liddell-Scott)
πρόεσις: ἡ, (προΐημι) ἐκβολή, ἐκροή, ἔκχυσις, τοῦ σπέρματος, τοῦ οὔρου, τῶν καταμηνίων, τοῦ περιττώματος, κτλ.· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, κ. ἄλλ. 2) ἀπόρριψις, ἀντίθετον τῷ λῆψις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 2. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de lâcher;
2 profusion, prodigalité.
Étymologie: προΐημι.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ προΐημι
εκροή, έκχυση («ἐν τῇ προέσει τοῦ σπέρματος», Γαλ.)
αρχ.
απόρριψη, εγκατάλειψη.
Greek Monotonic
πρόεσις: ἡ (προΐημι), κβολή, εκροή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρόεσις: εως ἡ
1) выбрасывание, испускание, выделение (τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.);
2) расходование, трата: ὁ ἄσῳτος ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. расточитель слишком много тратит.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόεσις -εως, ἡ [προΐημι] het kwistig geld uitgeven, verkwisting.