Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκητικός

From LSJ
Revision as of 20:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητικός Medium diacritics: ἀσκητικός Low diacritics: ασκητικός Capitals: ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: askētikós Transliteration B: askētikos Transliteration C: askitikos Beta Code: a)skhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A laborious, βίος Pl.Lg.806a; ἀ. νόσημα such as is incident to an athlete, Ar.Lys.1085; of persons, Ph.1.552. Adv.-κῶς Poll.3.145.    II ascetic, μελέται Ph.1.646.

German (Pape)

[Seite 371] übend, βίος, arbeitsam, Plat. Legg. VII, 806 a; K. S. ascetisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητικός: -ή, -όν, ἐπίπονος, κοπιαστικός, βίος Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. νόσημα, νόσημα εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν σχῆμα Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ βίβλος, βιβλίον περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ Σωκράτης (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1propio de los atletas ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Ar.Lys.1085
apropiado para el ejercicio corporal τόποι SB 9921.13 (III d.C.), ἀσκητικώτατον ... χρῆσθαι Clem.Al.Paed.2.11.117.
2 laborioso, activo op. ἀργός: βίος Pl.Lg.806a, τρόπος Ph.1.552.
3 que se ejercita en la disciplina, ascético ἀνήρ M.Ant.1.7, en lit. crist. μελέται Ph.1.646, βίος Basil.M.31.881B, cf. Pall.H.Laus.32.2.
II adv. -ῶς
1 de manera atlética Poll.3.145.
2 ascéticamente βιοτεύειν Thdt.M.81.1277B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀσκητικός, -ή, -όν) ασκητής
Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ασκητική
ο ασκητισμός
αρχ.
ο επίπονος, ο κοπιαστικός
II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς)
με τρόπο ασκητικό.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκητικός:
1) трудовой (βίος Plat.);
2) свойственный борцам (νόσημα Arph.).