ἀτάομαι
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
[ᾱτ], Pass., (ἄτη)
A suffer, be in distress, in Trag. always in pres. part. ἀτώμενος S.Aj.384, Ant.17,314, E.Supp.182, exc. ἀτώμεσθα S.Aj.269; ἀτασθῶσιν is dub. in Hes.Cat.Oxy.1358Fr.2.13. II as law-term, αἴ τις ἀταθείη the injured party, Leg.Gort.4.29; but ὁ ἀταμένος the loser in a suit, ib.10.21; ἀϝατᾶται suffers a penalty, IG 5(1).1155 (Gythium):—Act., ἀτάω, aor. subj. 3sg. ἀτάσῃ dub. in Leg.Gort.6.23,43.
German (Pape)
[Seite 383] praes. pass., Schaden leiden, unglücklich sein, Soph. Ai. 622; Eur. Suppl. 194; Ggstz σεσωσμένος Soph. Ant. 314.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάομαι: [ᾱτ], παθ. (ἄτη) μεγάλως ὑποφέρω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλη στενοχωρία, ἀείποτε κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, ἀτώμενος Σοφ. Αἴ. 384. Ἀντ. 17, 314, Εὐρ. Ἱκ. 182· ἡμεῖς ἄρ’ οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα νῦν, ἀφοῦ λοιπὸν παρῆλθε τὸ κακὸν, πάσχομεν ἡμεῖς τώρα, Σοφ. Αἴ. 269, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. Ἐν τῇ Ἐπιγρ. Γόρτυν. Κρήτης (IV29) προφανῶς ἡ λέξις σημαίνει, ἀποτίνω ζημίαν, τιμήματι περιπίπτω, νικῶμαι (ἐν δικαστηρίῳ), αἱ δὲ τις ἀταθείη, ἀποδάτταθθαι τῶι ἀταμένωι, αἷ ἔγρατται. Ἐν Χ21 τὸ ἀταμένος εἶναι παράλληλον τῷ νενικαμένος. Ἴδε Κομπαρέττην σ. 183· Ins. Jurid. Gr., σ. 436· Roberts σ. 334.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
seul. Pass.
être dans l’affliction ou le malheur.
Étymologie: ἄτη.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): act. -άω Hsch.
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [pres. ἀϝατᾶται IG 5(1).1155 (Gition V a.C.)]
I 1gener. sufrir desgracia, estar perdido ἡμεῖς ἄρ' οὐ νοσοῦντες ἀτώμεσθα S.Ai.269, ἐκ τῶν γὰρ αἰσχρῶν λημμάτων ... ἀτωμένους S.Ant.314, οὔτ' εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ' ἀτωμένη S.Ant.17, cf. Ai.384, E.Supp.182, Man.5.97.
2 jur. ser penalizado, resultar perjudicado en una herencia αἰ δέ τις ἀταθείɛ̄, ἀποδάτταθθαι τōι ἀταμένοι ἆι ἔγρατται ICr.4.72.4.29, 30 (V a.C.), cf. 4.72.10.21, αἰ δέ κα ἀποστρυ[θ] ε͂ται, ἀϝατᾶται IG l.c.
II act. ἤτᾳς· ἠλγύνας Hsch.
Greek Monotonic
ἀτάομαι: [ᾱ], Παθ. (ἄτη), υποφέρω φοβερά, βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, ἀτώμενος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάομαι: (ᾱτ) быть несчастным, страдать, мучиться Soph., Eur.
Middle Liddell
[ἄτη]
to suffer greatly, be in dire distress, ἀτώμενος Soph., Eur.