ἐπίταμα
From LSJ
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
ατος, τό A, (ἐπιτείνω) extension, Plu.2.457c.
German (Pape)
[Seite 989] τό, die Anspannung, καὶ σπάσματα Plut. de coh. ira 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτᾰμα: τό, (ἐπιτείνω) ἐπίτασις, «τέντωμα», Πλούτ. 2. 457Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
extension.
Étymologie: ἐπιτείνω.
Par. ἔκτασις.
Greek Monolingual
ἐπίταμα, τὸ (Α) επιτείνω
τέντωμα, ένταση, επίταση («ἐπιτάμασι καὶ σπάσμασιν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτᾰμα: ατος τό ἐπιτείνω напряжение, усилие Plut.