Μάγος

From LSJ
Revision as of 20:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μάγος Medium diacritics: Μάγος Low diacritics: Μάγος Capitals: ΜΑΓΟΣ
Transliteration A: Mágos Transliteration B: Magos Transliteration C: Magos Beta Code: *ma/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, Magian, one of a Median tribe, Hdt.1.101, Str. 15.3.1: hence, as belonging to this tribe,    2 one of the priests and wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.7.37, al., Arist.Fr. 36, Phoen.1.5, Ev.Matt.2.1.    3 enchanter, wizard, esp. in bad sense, impostor, charlatan, Heraclit.14, S.OT387, E.Or.1498 (lyr.), Pl.R.572e, Act.Ap.13.6, Vett. Val.74.17: also fem., Luc.Asin.4, AP 5.15 (Marc. Arg.).    II μάγος, ον, as Adj., magical, μάγῳ τέχνῃ πράττειν τι Philostr.VA1.2; κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120 (Phld.). (Opers. maguš 'Magian'.)

Greek (Liddell-Scott)

Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Μηδικὴν φυλὴν τῶν μάγων, Ἡρόδ. 1. 101. Στράβ. 727· - ἐντεῦθεν: 2) ὁ ἐκ τῶν ἱερέων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν Περσῶν, οἵτινες ἡρμήνευον ὀνείρους, Ἡρόδ. 7. 37, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 8, 30. 3) πᾶς ὁ μετερχόμενος τὸν γόητα, μάγος, ἐντεῦθεν, πλάνος, ὀπατεών, ὡς τὸ γόης, Σοφ. Ο. Τ. 387· πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1497, Πλάτ. Πολ. 572Ε· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 5. 16, Λουκ. Ὄν. 4. ΙΙ. μάγος, ον, ὡς ἐπίθετ., μαγικός, μάγῳ τέχνῃ ποιεῖν τι Φιλόστρ. 4· κεστοῦ μαγώτερα Ἀνθ. Π. 5. 121. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μέγας ὃ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la tribu médique des Mages.
Étymologie: Μάγοι.

Greek Monotonic

Μάγος: [ᾰ], -ου, ὁ,
1. Μάγος, αυτός που ανήκει στη Μηδική φυλή των Μάγων, σε Ηρόδ.
2. κάποιος από τους σοφούς της Περσίας που ερμήνευαν τα όνειρα, στον ίδ.
3. κάθε γητευτής ή μάγος, και με αρνητική έννοια, απατεώνας, αγύρτης, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· το θηλ., σε Ανθ. (περσική λέξη).

Middle Liddell

Μά˘γος, ου,
1. a Magus, Magian, one of a Median tribe, Hdt.
2. one of the wise men in Persia who interpreted dreams, Hdt.
3. any enchanter or wizard, and in bad sense, a juggler, impostor, Soph., Eur., etc.;—fem., Anth. [A Persian word.]